- αμοργός
- Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων, σταφυλιών, σύκων και λαδιού.
Πρωτεύουσα της Α. είναι o ομώνυμος οικισμός, γνωστός και ως Χώρα (υψόμ. 320 μ., 398 κάτ.), έδρα του ομώνυμου δήμου με επίνειο τα Κατάπολα. Στη Χώρα υπάρχουν πολλοί βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ λίγο πιο έξω βρίσκεται το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας (1088), χτίσμα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιου Κομνηνού, σύμφωνα με την παράδοση.
Ιστορία.Τα πολυάριθμα ευρήματα που ήρθαν στο φως από ανασκαφές που έγιναν κατά καιρούς φανερώνουν ότι η Α. ήταν κατοικημένη από τα προϊστορικά χρόνια. Από αρχαϊκές επιγραφές χαραγμένες σε βράχους συμπεραίνεται πως στο νησί εισέβαλαν Ίωνες από τη Σάμο, τη Νάξο και τη Μίλητο και ότι είχε αξιόλογη εμπορική ναυτική κίνηση. Στην αρχαιότητα, το νησί άλλαξε πολλά ονόματα: Υπατρία, Πατάγη, Πλατάγη, Παγκάλη, Καρκησία, Ψυχία, Αμολγός, Αμουλγός και Αμουργία.
Οι πρώτες ανασκαφές του 1833 αποκάλυψαν νεκροταφεία, οι τάφοι των οποίων ήταν τετράπλευροι και σπάνια ορθογώνιοι ή κυκλικοί. Βρέθηκαν πήλινα και μαρμάρινα αγγεία, ειδώλια και κοσμήματα. Τα ειδώλια αυτά βρίσκονται τώρα στα μουσεία της Οξφόρδης, του Μονάχου και του Λούβρου. Ανάμεσα στα πολλά ανάγλυφα ξεχωρίζουν δύο κεφάλια του Δία και του Ασκληπιού. Τα περισσότερα από τα νομίσματα που βρέθηκαν είναι του 4ου αι. π.Χ. και εικονίζουν από τη μία πλευρά τον Πάνα και από την άλλη ένα άστρο ή τη σελήνη.
Στην αρχαιότητα, υπήρχαν στην Α. τρεις ανεξάρτητες πόλεις με αυτόνομο πολίτευμα: η Αιγιάλη, η Αρκεσίνη και η Μινώα, των οποίων σώζονται τα ερείπια καθώς και νομίσματα. Ονομαστοί ήταν οι αραχνοΰφαντοι χιτώνες της Α., οι αμόργινοι, καθώς και η κόκκινη βαφική ύλη από αυτοφυή λειχήνα, που μέχρι τις αρχές του 18ου αι. εξαγόταν στην Αλεξάνδρεια και σε αγγλικές πόλεις. To νησί, που πλήρωνε φόρο υποτέλειας στους Αθηναίους, υποτάχθηκε αργότερα στους Πτολεμαίους και μετά στους Ρωμαίους. Κατά την πρώτη βυζαντινή εποχή, η Α. γνώρισε καλύτερες μέρες, αλλά το 1207 την κυρίευσαν ο Ανδρέας και o Ιερεμίας Γκύζης, που την κατέστησαν σημαντικό ορμητήριο για τα τυχοδιωκτικά τους σχέδια. Στη συνέχεια, το νησί πέρασε στα χέρια του Μάρκου Σανούδου, στον οποίο πολύ σύντομα επιβλήθηκε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης. Την εποχή αυτή η Α. χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Οι Βυζαντινοί έμειναν έως το 1269 και έπειτα πήρε πάλι το νησί ο Ιερεμίας Γκύζης. Το 1309 κυρίευσε την Α. ο δούκας της Νάξου Γουλιέλμος Α’, ενώ το 1352 διαμελίστηκε μεταξύ των οικογενειών Σκιάβι και Γκριμάνι. Το πρώτο τμήμα το κατέλαβαν τελικά οι Βενετσιάνοι και αργότερα o άρχοντας της Αστυπάλαιας Τζοβάνι Κουιρίνι, εκτός από ένα τμήμα του που παρέμεινε στους Γκριμάνι, οι οποίοι όμως το πούλησαν τελικά στον Κουιρίνι. Αργότερα, στο νησί κυριάρχησε ο Καπουδάν πασάς και η Α. ενσωματώθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία (1537), εκτός από την περίοδο 1770-74 που πέρασε στους Ρώσους.
Στην Επανάσταση του 1821, η Α. προσχώρησε αμέσως στον Αγώνα και δέχτηκε πολλούς πρόσφυγες τόσο από τη Μικρά Ασία όσο και από τα άλλα νησιά και την Πελοπόννησο (1822). Απελευθερώθηκε το 1828.
Στην απόκρημνη πλευρά του βουνού Προφήτης Ηλίας της Αμοργού, και σε ύψος 300 μ. από τη θάλασσα, είναι χτισμένη η περίφημη Μονή Χοζοβιώτισσας, που την ίδρυσε, κατά την παράδοση, ο Αλέξιος Κομνηνός το 1088 (φωτ. Κ. Ντελόπουλου).
Μια από τις πανέμορφες, αλλά και απόκρημνες ακτές της Αμοργού με τα πεντακάθαρα νερά.
Ο παραθαλάσσιος οικισμός Αιγιάλη, της Αμοργού, και στο βάθος ψηλά, τα γραφικά χωριά Θολάρια και Ποταμός.
* * *ἀμοργός, ο (Α) [ἀμέργω]1. αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά2. αυτός που προφυλάσσει από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.